χοιράς

χοιράς
-άδος, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες
εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.)
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες πέτραι» — χαμηλοί βράχοι που μοιάζουν με τα νώτα χοίρου, Πίνδ.)
2. ως ουσ. βράχος χαμηλός που μόλις φαίνεται πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας, σκόπελος («χοιρὰς Δηλία» — η βραχώδης νήσος Δήλος, Αισχύλ.)
3. μικρός χοίρος, γουρουνάκι
4. θηλυκός χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τής λ. χοιρ-άς στη λ. χοίρος* πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη, αφού με αυτήν την ετυμολόγηση ερμηνεύονται ικανοποιητικά τόσο οι δύο κύριες σημ. τής λ. όσο και το γεγονός ότι η λ. απαντά αρχικά στον πληθ. Συγκεκριμένα, η χρήση τού τ. χοιράδες με σημ. «σκόπελοι, πέτρες που εξέχουν από την επιφάνεια τής θάλασσας» δικαιολογείται από την ομοιότητα που παρουσιάζουν οι συγκεντρωμένοι αυτοί βράχοι με την εικόνα ενός κοπαδιού χοίρων (ο εν. χοιράς έχει προέλθει υστερογενώς από τον τ. τού πληθ.). Επομένως, η σύνδεση της με τον τ. χέραδος «χαλίκι, χοντρή άμμος» ή τον τ. χαρία
βουνός, που προτείνουν ορισμένοι μελετητές, δεν θεωρείται πιθανή. Σε ό,τι αφορά την άλλη σημ. «εξόγκωση, σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού», η προέλευση τού ον. τής ασθένειας από τη λ. χοίρος μπορεί να ερμηνευθεί λόγω τού ότι η νόσος προσβάλλει σε μεγάλο βαθμό κυρίως τα ζώα αυτά, ενώ η χρήση τού πληθ. αριθμού σε ονομ. ασθενειών είναι γνωστή στην Ελληνική (πρβλ. ραγάδες, χιράδες). Η άποψη ότι η ασθένεια ονομάστηκε έτσι λόγω τής ομοιότητας τών εξογκωμάτων αυτών με τις χοιράδες, δηλαδή τους σκοπέλους, θεωρείται λιγότερο πιθανή. Τέλος, ο εν. αριθμός χοιράς χρησιμοποιείται και ως θηλ. τού χοῖρος (για την κατάλ. -άς, πρβλ. μοιχ-άς, πολι-άς κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χοιράς — like a hog fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοίρας — Χοίρᾱς , Χοίρη fem acc pl (doric) Χοίρᾱς , Χοίρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρας — χοίρᾱς , χοίρα sow fem acc pl χοίρᾱς , χοίρα sow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράδα — χοιράς like a hog fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράδας — χοιράς like a hog fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράδες — χοιράς like a hog fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράδι — χοιράς like a hog fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράδος — χοιράς like a hog fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράδων — χοιράς like a hog fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράσι — χοιράς like a hog fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”